- πέζεμα
- τοβλ. πέζευμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πέζεμα — το το κατέβασμα από το ζώο, ξεπέζεμα, αφίππευση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πέζευμα — το, ΝΜ, πέζεμα Ν [πεζεύω] η κάθοδος από το άλογο, αφίππευση, ξεπέζεμα μσν. (στο Βυζάντιο) το μέρος τού Παλατίου όπου αφίππευε ο αυτοκράτορας … Dictionary of Greek